- θρανιτῶν
- θρᾱνῑτῶν , θρανίτηςrower on the topmost of the three benchesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράθρανος — ἡ, Α 1. διάβαση κατά μήκος τών καθισμάτων τών θρανιτών 2. (κατά τον Ησύχ.) «παράθρανος κώπη τις ἐν ταῑς παραθράνοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θράνος «κάθισμα»] … Dictionary of Greek
στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι … Dictionary of Greek